μαχητική

μαχητική
μαχητικός
fit for fighting
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… …   Dictionary of Greek

  • Βουτυράς, Σταύρος — (Τσεγγέλκιοϊ, Βόσπορος 1841 – 1923). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη… …   Dictionary of Greek

  • γνωσιμαχία — η (AM γνωσιμαχία) το ν αγωνίζεται κανείς εναντίον τής επιστημονικής γνώσεως αρχ. η μαχητική, αποφασιστική υποστήριξη μιας απόψεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + μαχία < μαχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ιακωβίνοι — Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε… …   Dictionary of Greek

  • λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …   Dictionary of Greek

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • μαχιμάριος — μαχιμάριος, ον (Μ) [μάχιμος] αυτός που έχει μαχητική ή εριστική διάθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”